Η εγκυμοσύνη σίγουρα αποτελεί μια περίοδο κρίσης στη ζωή μιας γυναίκας. Πλάι στη χαρά, την ικανοποίηση και τα τρυφερά και θετικά συναισθήματα, συνυπάρχουν συχνά αμφιβολίες, φόβοι, άγχη.
Είναι μια φάση μεγάλων αλλαγών μέσα στη ζωή της: ένα καινούργιο μέλος μπαίνει στον οικογενειακό πυρήνα, η γυναίκα αποκτά έναν καινούργιο, σημαντικό ρόλο, αναρωτιέται γύρω από την υγεία του παιδιού, αισθάνεται ότι αυξάνουν οι ευθύνες της, το σώμα της υφίσταται φανερές εξωτερικές αλλαγές, αλλά και εσωτερικά η προηγούμενη ισορροπία μεταβάλλεται.
Μέσα σε λίγους μήνες δηλαδή, γίνεται μια μικρή επανάσταση, η οποία μπορεί να προκαλέσει στιγμές στεναχώριας και έντασης. Η μέλλουσα μητέρα ανακαλύπτει τον εαυτό της ιδιαίτερα ευαίσθητο και εύκολο στις συγκινήσεις και τα δάκρυα. Όταν νιώθει έντονο άγχος, νευρο-ορμόνες εισάγονται στην κυκλοφορία της και εισβάλλουν στο αίμα του εμβρύου, προκαλώντας του δυσφορία και ταραχή.
Ο Αυστριακός μαιευτήρας E. Reinold, το 1979, μελέτησε σε μια έρευνα την αντίδραση του εμβρύου στις μητρικές συγκινήσεις. Ζητήθηκε από ένα μεγάλο αριθμό εγκύων να χαλαρώσουν σε ένα κρεβάτι, ενώ ένα μηχάνημα υπέρηχων κατέγραφε τις εμβρυϊκές κινήσεις. Όταν η μητέρα και το έμβρυο ήταν απόλυτα χαλαροί, ο γιατρός έλεγε στις γυναίκες ότι δεν εντόπιζε καμία κίνηση του μωρού. Σαν αποτέλεσμα το έμβρυο άρχιζε αμέσως να κινείται. Γιατί; Γιατί στα λόγια του γιατρού οι μητέρες ανησυχούσαν και η αδρεναλίνη που έμπαινε στο αίμα τους πέρναγε και στην κυκλοφορία του εμβρύου, ωθώντας το σε κατάσταση ταραχής. Βέβαια, αυτό αποτελούσε και ένα ευχάριστο μήνυμα προς τη μητέρα: «Μην ανησυχείς, είμαι καλά!» και αμέσως οι μητέρες ησύχαζαν.
Έγιναν διάφορες μελέτες γύρω από την επίδραση του άγχους και του ψυχικού πόνου της εγκύου στην εμβρυϊκή ψυχοσωματική ανάπτυξη. Τα αποτελέσματα είναι καθησυχαστικά. Ανάμεσα στις αρνητικές ψυχικές καταστάσεις που μπορεί να υποστεί μια γυναίκα, κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, διακρίνουμε πρώτα από όλα τις προσωρινές από τις παρατεταμένες. Οι πρώτες, ένας φόβος, ένας καβγάς, ένα πρόβλημα στη δουλειά . . . φαίνεται να μην προκαλούν απολύτως καμία συνέπεια στο έμβρυο. Όταν το άγχος ή ο φόβος έχουν μια περιορισμένη χρονική διάρκεια, η κατάσταση ταραχής που αντιμετωπίζει το έμβρυο δεν το βλάπτει αφού θα επανέλθει σχετικά γρήγορα η γαλήνη.
Όσον αφορά τις παρατεταμένες αρνητικές καταστάσεις, όπως ένα πένθος ή σοβαρή αρρώστια ενός αγαπημένου προσώπου, συνεχή οικογενειακά προβλήματα, όλα εξαρτώνται από τη στάση της μέλλουσας μητέρας προς το έμβρυο. Εάν, παρόλο τον πόνο, διατηρεί την επαφή μαζί του, το νιώθει, του μιλάει, χαϊδεύει την κοιλιά της, εάν ζει την εγκυμοσύνη και δεν απομονώνει το παιδί της, τότε δε θα υπάρχουν επιπτώσεις στην ψυχοσωματική του εξέλιξη.
Σημαντικότατη είναι η σχέση με τον σύντροφο και η προσωπική του συμμετοχή στην προετοιμασία της γέννησης. Η γυναίκα αντλεί από αυτόν τη δύναμη και παρηγοριά για την αντιμετώπιση δύσκολων καταστάσεων. Αντίθετα, μια συζυγική ζωή γεμάτη εντάσεις μπορεί να είναι πηγή μελαγχολίας, μη ικανοποίησης και απομόνωσης, που πιθανώς θα προκαλέσουν στο έμβρυο προδιάθεση προς το άγχος και μεγαλύτερη δυσκολία στο ξεκίνημα μιας θετικής σχέσης.
Το σημαντικό λοιπόν είναι η μητέρα να μην ξεχνά πως το μωρό, ήδη στην κοιλιά της, έχει ανάγκη την επαφή μαζί της (και μόνο η μαμά είναι σε θέση να τη διατηρήσει) και πως ο «διάλογος» αυτός είναι η πρώτη πέτρα για να θεμελιωθεί ένας υγιής χαρακτήρας.
Sandra Franzia, Ψυχολόγος, Ψυχοθεραπεύτρια